- μιξογενής
- μιξο-γενής, ές,A of mixed descent,
ἔθνος
Peripl.M. Eux.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔθνος
Peripl.M. Eux.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξογενής — μιξογενής, ές (Α) αυτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek